σάτρα — Α (σε χρήση κυρίως στην κωμωδία) ο χρυσός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί σάρ τα < αρχ. περσ. zar anya «χρυσός»] … Dictionary of Greek
σάτραι — σάτρα gold fem nom/voc pl σάτρᾱͅ , σάτρα gold fem dat sg (attic doric aeolic) σάτρης masc nom/voc pl σάτρᾱͅ , σάτρης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατρέων — σάτρα gold fem gen pl (epic ionic) σάτρης masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάτρης — σάτρα gold fem gen sg (epic ionic) σάτρης masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
сатра́п — а, м. 1. Наместник, правитель военно административного округа (провинции) в древней Персии и некоторых других государствах древнего Востока. 2. перен. книжн. Правитель, начальник, действующий самовластно, деспотически, не считаясь с законами.… … Малый академический словарь
Μακ Μάον, Άρθουρ Χένρι — (Sir Arthur Henry MacMahon, 1862 – 1949). Άγγλος ανώτερος διοικητικός υπάλληλος. Υπηρέτησε στο Βελουχιστάν (1901), διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών των Ινδιών (1911 14) και υπήρξε χρονολογικά ο πρώτος ύπατος αρμοστής της Μεγάλης Βρετανίας που… … Dictionary of Greek